Πεισιάναξ

Πεισιάναξ
Αθηναίος γαμπρός του Κίμωνα, που έχτισε στην Αθήνα την Πεισιανάκτιο (-α) στοά, κοντά στο ιερό της Ουράνιας Αφροδίτης. Η στοά αυτή είναι περισσότερο γνωστή με το όνομα Ποικίλη στοά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • άναξ — (anax). Επιστημονική ονομασία γένους οδοντογνάθων εντόμων της οικογένειας των λιβελλιδών. Τα έντομα αυτά βρίσκονται σε όλους τους τόπους όπου υπάρχουν στάσιμα γλυκά νερά. Γνωστά είναι γύρω στα δώδεκα είδη, από τα οποία τα τρία ζουν στην Ευρώπη.… …   Dictionary of Greek

  • πεισιανάκτειος — ον, Α [πεισιάναξ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Πεισιάνακτα («Πεισιανάκτειος στοά» αρχαίο όνομα τής Ποικίλης στοάς που υπήρχε στην αρχαία Αθήνα) …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”